- πολυφόρος
- -ον, ΜΑ(για γη, τόπο, δένδρο, φυτό) αυτός που αποφέρει πολλά, γόνιμος, παραγωγικός, πολύκαρποςαρχ.1. (για δυνατό κρασί) αυτός που μπορεί να δεχθεί πολύ νερό, να νοθευθεί με μεγάλη ποσότητα νερού2. μτφ. α) ο υπαίτιος για πολλές καταστάσεις («χρόνος... πονηρίας πολυφόρος», Ιώσ.)β) αυτός που προκαλεί πολλά κακά, πολλές συμφορές («πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -φόρος (< φέρω), πρβλ. τελεσ-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.